ὅλος

ὅλος
ὅλος (-ῳ, -ον)
1 whole
a of time.

τὸν ὅλον ἀμφὶ χρόνον O. 2.30

ἑξέτης τὸ πρῶτον, ὅλον δ' ἔπειτ ἂν χρόνον N. 3.49

b of extent, number. διχόμηνις ὅλον

χρυσάρματος ἑσπέρας ὀφθαλμὸν ἀντέφλεξε Μήνα O. 3.19

ἔλσαις ὅλον τε στρατὸν λᾴαν τε πᾶσαν O. 10.43

ὅλον δίφρον κομίξαις i. e. in one piece P. 5.50

ἐμὰν ματέρα λιπόντες καὶ ὅλον οἶκον εὐερκέα Pae. 4.45

c dub. ]ἔσφαλ' ὅλῳ νόῳ πτε[ρ]οε[ (ὀλοῷ coni. van Groningen: cf. Alkman, fr. 116 P. M. G.) fr. 1a. 6.

Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Όλος —         (holos) (греч.) целый. Целостность. Философский энциклопедический словарь. М.: Советская энциклопедия. Гл. редакция: Л. Ф. Ильичёв, П. Н. Федосеев, С. М. Ковалёв, В. Г. Панов. 1983 …   Философская энциклопедия

  • ὀλός — destructive masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • όλος — και ούλος, η, ο (ΑΜ ὅλος, η, ον, Α ιων. τ. οὖλος, η, ον) 1. αυτός που υπάρχει στο σύνολό του, σύμπας, ολόκληρος, ακέραιος (α. «όλη την ημέρα δούλευα» β. «ὕπαρχος ἄλλων δεῡρ ἔπλευσας, οὐχ ὅλων στρατηγός», Σοφ.) 2. πλήρης, ακέραιος, ατόφιος, («ὅλος …   Dictionary of Greek

  • ολός — (I) ὀλός, ὁ (Α) 1. μελάνι τής σουπιάς 2. μτφ. αίμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει προέλθει απο συμφυρμό τών λέξεων θολός «μελάνι τής σουπιάς» και ὀρός. Κατ άλλους, η λ. ὀλός (< *salos) ανάται στην ΙΕ ρίζα *sal και συνδέεται με λατ. saliva «σάλιο», αρχ.… …   Dictionary of Greek

  • όλος — η, ο 1. για ποσότητα, μέγεθος, όγκο, έκταση, ολόκληρος: Όληη παραγωγή καταστράφηκε. 2. για πλήθος προσώπων ή πραγμάτων, όλοι μαζί, χωρίς εξαίρεση: Όλατα ζωντανά πεθαίνουν. 3. ως προσδιορισμός με το άρθρο, ο όλος, η όλη, το όλο συνολικός, ολικός:… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὅλος — ὅλοξ masc nom sg ὅλος whole masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλούς — ὀλός destructive masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλέ — ὀλός destructive masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλόν — ὀλός destructive masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Champ holistique — Holism and Evolution Holism and Evolution est un livre de Jan Smuts, politicien sud africain et ancien premier ministre de l Afrique du Sud. Dans cet ouvrage, Smuts tente de définir le terme « holisme ». Les concepts qu il développera… …   Wikipédia en Français

  • Champs Holistique — Holism and Evolution Holism and Evolution est un livre de Jan Smuts, politicien sud africain et ancien premier ministre de l Afrique du Sud. Dans cet ouvrage, Smuts tente de définir le terme « holisme ». Les concepts qu il développera… …   Wikipédia en Français

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”